ακροπηλος

ακροπηλος
    ἀκρόπηλος
    ἀκρό-πηλος
    2
    покрытый сверху грязью, болотистый Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ακροπηλος" в других словарях:

  • ακρόπηλος — ἀκρόπηλος, ον (Α) αυτός τού οποίου η επιφάνεια είναι γεμάτη πηλό, λάσπη· [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πηλός] …   Dictionary of Greek

  • ἀκροπήλων — ἀκρόπηλος muddy on the surface masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»